+357 2231 3285 | Πεντέλης 50, Στρόβολος Λευκωσίας, 2013, Κύπρος lifeability@chronopoulos-gougis.com

Οι μύες και οι ιστοί στα χέρια και τα πόδια αλλάζουν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Θερμαίνονται, ψύχονται, διογκώνονται ή συστέλλονται με βάση παράγοντες όπως το επίπεδο δραστηριότητας, το περιβάλλον και η ηλικία.

Όμως ένα τεχνητό άκρο δεν προσαρμόζεται αυτόματα. Όσοι βασίζονται σε ένα τεχνητό άκρο, χρειάζεται να κάνουν χειροκίνητες προσαρμογές καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας — συνήθως προσθέτοντας ή αφαιρώντας επένδυση ανάμεσα στην προσθετική κάλτσα σιλικόνης και την προσθετική θήκη. Αυτό μπορεί να είναι μια άβολη διαδικασία όταν ο χρήστης δεν βρίσκεται σε δικό του χώρο ή όταν φορά ρούχα – όπως ένα παντελόνι- που τον εμποδίζουν. Από την άλλη πλευρά, η παράλειψη των προσαρμογών μπορεί να οδηγήσει σε πόνο ή να περιορίσει την κινητικότητα.

Η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον Τζόαν Σάντερς και η ομάδα της δημιουργούν έναν νέο μηχανισμό για τεχνητά άκρα κάτω από το γόνατο, που προσαρμόζει αυτόματα την εφαρμογή ανάμεσα στη θήκη και στην κάλτσα κατά τη διάρκεια της ημέρας.  Η ομάδα έχει επιτύχει ένα άκρο που προσαρμόζει αυτόματα την εφαρμογή του χωρίς να χρειάζεται ενέργεια του χρήστη. Ανιχνεύει σε πραγματικό χρόνο πόσο καλά εφαρμόζουν η προσθετική θήκη και το κολόβωμα και ανταποκρίνεται αλλάζοντας αυτόματα το μέγεθος της θήκης.

Τα αποτελέσματα των δοκιμών με εθελοντές είναι τόσο ελπιδοφόρα που οι ερευνητές ελπίζουν να εξαλείψουν την ανάγκη αλλαγής επένδυσης στη θήκη κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Εκ πρώτης όψεως, το πρωτότυπο που ανέπτυξε η ερευνητική ομάδα μοιάζει με ένα τυπικό προσθετικό άκρο για άτομα με ακρωτηριασμό κάτω από το γόνατο. Ωστόσο, έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθιστούν δυνατή την αυτόματη προσαρμογή:

  • Μια κάλτσα σιλικόνης που περιέχει μικρή ποσότητα σιδήρου.
  • Τρεις πολύ λεπτούς αισθητήρες, ενσωματωμένους στο τοίχωμα της προσθετικής θήκης που ανιχνεύουν την απόσταση ανάμεσα στον σίδηρο της κάλτσας και στην προσθετική θήκη και στέλνουν δεδομένα στον μικροεπεξεργαστή της θήκης.
  • Ο μικροεπεξεργαστής υπολογίζει εάν χρειάζονται ρυθμίσεις. Εάν ναι, μεταδίδει οδηγίες σε τρία μηχανοκίνητα “πάνελ” στην προσθετική θήκη — δύο μπροστά, ένα πίσω. Τα πάνελ μπορούν να μετακινηθούν προς τα μέσα για να κάνουν την θήκη φαρδύτερη ή προς τα έξω για να την στενέψουν.

Οι ρυθμίσεις που κάνουν τα πάνελ, οι οποίες μπορούν επίσης να ελεγχθούν χειροκίνητα μέσω μιας εφαρμογής στο smartphone του χρήστη, είναι συνήθως μικροσκοπικές (μικρότερες του χιλιοστού). Ωστόσο έχουν μεγάλο αντίκτυπο επειδή διατηρούν την προσαρμογή μεταξύ του κολοβώματος και της θήκης ώστε να μην είναι ούτε πολύ σφιχτή ούτε πολύ χαλαρή – αλλά ακριβώς όπως χρειάζεται ώστε να είναι άνετη.

Κατά τις δοκιμές με εθελοντές, η ομάδα διαπίστωσε ότι οι αυτόματες προσαρμογές αντικαθιστούν τις επενδύσεις που φορούν και αλλάζουν συνήθως οι χρήστες προσθετικών κατά τη διάρκεια της ημέρας. Οι δοκιμές συνεχίζονται ώστε ο μηχανισμός προσαρμογής να γίνει ελαφρύτερος και πιο διακριτικός.

Η Sanders δηλώνει πολύ ικανοποιημένη από την πορεία της έρευνας και θεωρεί πως σύντομα θα υπάρχει διαθέσιμος ένας αποτελεσματικός μηχανισμός προσαρμογής.

ΠΗΓΗ: https://rehabline-chronopoulos-gougis.gr